- φιλαπόδημος
- -η, -ο / φιλαπόδημος, -ον, ΝΑαυτός που τού αρέσει να αποδημεί, να ξενιτεύεταιαρχ.αυτός που τού αρέσει να ταξιδεύει, ταξιδιάρης.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + ἀπόδημος «ξενιτεμένος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλαπόδημος — fond of travelling masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαπόδημος — η, ο αυτός που αγαπάει τα ταξίδια, ταξιδευτής, ταξιδιάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλαπόδημον — φιλαπόδημος fond of travelling masc/fem acc sg φιλαπόδημος fond of travelling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαποδήμοις — φιλαπόδημος fond of travelling masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαποδήμου — φιλαπόδημος fond of travelling masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαποδήμους — φιλαπόδημος fond of travelling masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαπόδημοι — φιλαπόδημος fond of travelling masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δήμος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… … Dictionary of Greek
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek
φιλέκδημος — ον, Α φιλαπόδημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἔκδημος «απόδημος, ξενιτεμένος»] … Dictionary of Greek